Διεξοδικός στα ουγγρικά

Μετάφραση: διεξοδικός, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
külterjes, kiterjedt, kimerítő, teljes, teljes körű, kimerítő jellegű, részletes
Διεξοδικός στα ουγγρικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: διεξοδικός

διεξοδικός συνωνυμο, διεξοδικός λόγος, διεξοδικός λεξικό γλώσσας ουγγρικά, διεξοδικός στα ουγγρικά

Μεταφράσεις

  • διενέργεια στα ουγγρικά - lefolyás, csiszoltság, vezető, végző, elvégzéséért, folytat, lebonyolítása
  • διεξάγω στα ουγγρικά - magaviselet, életvitel, magatartás, magatartási, magatartása, magatartását, magatartásának
  • διεργασία στα ουγγρικά - folyamat, eljárás, folyamatot, folyamatban, folyamata
  • διερεύνηση στα ουγγρικά - elmélyedés, tanulmányozás, vizsgálat, vizsgálati, vizsgálatot, vizsgálatban, vizsgálata
Τυχαίες λέξεις
Διεξοδικός στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: külterjes, kiterjedt, kimerítő, teljes, teljes körű, kimerítő jellegű, részletes