Πείσμα στα σλαβομακεδονικά
Μετάφραση: πείσμα, Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
тврдоглавост, инаетот, тврдоглавоста, инает, упорноста
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: πείσμα
πείσμα ορισμός, πείσμα τσαλιγοπούλου lyrics, πείσμα και παιδί, πείσμα συνώνυμα, πείσμα παιδί, πείσμα λεξικό γλώσσας σλαβομακεδονικά, πείσμα στα σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις
- πείνα στα σλαβομακεδονικά - гладот, глад, со глад, гладта
- πείραμα στα σλαβομακεδονικά - експеримент, експериментот
- πεδίο στα σλαβομακεδονικά - полето, поле, областа, област, поле не
- πεδιάδα στα σλαβομακεδονικά - обичен, обична, рамнина, обични, едноставен
Τυχαίες λέξεις
Πείσμα στα σλαβομακεδονικά - Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις: тврдоглавост, инаетот, тврдоглавоста, инает, упорноста
Μεταφράσεις: тврдоглавост, инаетот, тврдоглавоста, инает, упорноста