Πείσμα στα ισλανδικά
Μετάφραση: πείσμα, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
þrjóska, þrjósku
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: πείσμα
πείσμα ορισμός, πείσμα τσαλιγοπούλου lyrics, πείσμα και παιδί, πείσμα συνώνυμα, πείσμα παιδί, πείσμα λεξικό γλώσσας ισλανδικά, πείσμα στα ισλανδικά
Μεταφράσεις
- πείνα στα ισλανδικά - sultur, hungur, hungri, hungra, hungrar, svengd
- πείραμα στα ισλανδικά - tilraun, tilraunin, tilraunir, tilraun til, gera tilraunir
- πεδίο στα ισλανδικά - akur, tún, völlur, bali, reit, sviði, reitur
- πεδιάδα στα ισλανδικά - slétta, flatlendi, sléttur, látlaus, einfaldlega, venjuleg, venjulegur, ...
Τυχαίες λέξεις
Πείσμα στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: þrjóska, þrjósku
Μεταφράσεις: þrjóska, þrjósku