Ασυναρτησίες στα αλβανικά
Μετάφραση: ασυναρτησίες, Λεξικό: ελληνικά » αλβανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
dërdëllisje, çuçuritje, dërdëllitje
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ασυναρτησίες
ασυναρτησίες συνωνυμο, ασυναρτησίες λεξικό γλώσσας αλβανικά, ασυναρτησίες στα αλβανικά
Μεταφράσεις
- ασυνήθιστος στα αλβανικά - i jashtëzakonshëm, pazakontë, e pazakontë, të pazakontë, pazakonshme
- ασυναίσθητα στα αλβανικά - në mënyrë të pandërgjegjshme, pandërgjegjshme, të pandërgjegjshme, mënyrë të pandërgjegjshme, pa vetëdije
- ασυνεπής στα αλβανικά - i papajtueshëm, i parregullt, kontradiktor, kundërshtim, në kundërshtim
- ασυντρόφευτος στα αλβανικά - vetmuar, asyntrofeftos
Τυχαίες λέξεις
Ασυναρτησίες στα αλβανικά - Λεξικό: ελληνικά » αλβανικά
Μεταφράσεις: dërdëllisje, çuçuritje, dërdëllitje
Μεταφράσεις: dërdëllisje, çuçuritje, dërdëllitje