Ασυναρτησίες στα ουκρανικά

Μετάφραση: ασυναρτησίες, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
белькотати, лепет, тарабарщина
Ασυναρτησίες στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ασυναρτησίες

ασυναρτησίες συνωνυμο, ασυναρτησίες λεξικό γλώσσας ουκρανικά, ασυναρτησίες στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • ασυνήθιστος στα ουκρανικά - позачерговий, неабиякий, дивний, визначний, незвичайний, незвичний, незвичайне, ...
  • ασυναίσθητα στα ουκρανικά - мимоволі, несвідомо
  • ασυνεπής στα ουκρανικά - ненадійний, непослідовний, непослідовна
  • ασυντρόφευτος στα ουκρανικά - самотній, asyntrofeftos
Τυχαίες λέξεις
Ασυναρτησίες στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: белькотати, лепет, тарабарщина