Λέξη: ατονία
Σχετικές λέξεις: ατονία
ατονία της μήτρας και αιμορραγία μετά τον τοκετό, ατονία υπνηλία, ατονία εντέρου, ατονία αδυναμία κόπωση, ατονία στην εγκυμοσύνη, ατονία ζαλάδα, ατονία μυών, ατονία κούραση, ατονία στα πόδια, ατονία και υπνηλία
Συνώνυμα: ατονία
χαλαρότητα, χαλαρότης, ευκοιλιότης, ευκοιλιότητα, χαύνωση, χαυνότης, αδυναμία, εξασθένηση, κούραση, κατάπτωση, εξάντληση, προσκύνημα, ταπείνωση, νωθρότητα, αδιαφορία
Μεταφράσεις: ατονία
ατονία στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
debility, weakness, listlessness, lassitude, languor
ατονία στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
debilidad, la debilidad, debilidades, debilidad de, débil
ατονία στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
schwächezustand, Schwäche, Schwächen, Schwach, Schwachheit
ατονία στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
langueur, débilité, faiblesse, affaiblissement, atonie, asthénie, la faiblesse, faiblesses, une faiblesse, faible
ατονία στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
debolezza, la debolezza, debole, debolezze, di debolezza
ατονία στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
fraqueza, debilidade, fragilidade, a fraqueza, fraquezas
ατονία στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
zwakte, zwakheid, zwakke, zwak, zwak punt
ατονία στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
немощность, слабосилие, болезненность, маразм, слабость, бессилие, тщедушие, слабости, слабостью, недостаток, недостатком
ατονία στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
svakhet, svakheten, svakheter, svake
ατονία στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
svaghet, svaga, svagheten, svag
ατονία στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
heikkous, heikkoutta, heikkouden, heikkoudesta, heikko
ατονία στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
svaghed, svage, svagheder, svækkelse
ατονία στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
ochablost, debilita, chabost, slabost, slabinou, slabosti, slabina, slabostí
ατονία στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
słabość, niemoc, debilizm, osłabienie, słabością, słabości, osłabienia
ατονία στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
gyengeség, gyengesége, gyenge, gyengeséget, gyengeségét
ατονία στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
zayıflık, zayıflığı, halsizlik, güçsüzlük, güçsüzlüğü
ατονία στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
слабість, кволість, безсилля, слабкість, знесилля, слабость
ατονία στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
dobësi, dobësia, dobësi e, dobësia e, dobësi të
ατονία στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
слабост, слабостта, слабости, немощ
ατονία στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
слабасць, слабость, слабасьць
ατονία στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
nõtrus, nõrkus, nõrkust, nõrkuse, nõrkusest, nõrk
ατονία στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
slabost, slabosti, nemoć, slaba točka
ατονία στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
veikleiki, máttleysi, slappleiki, veikleika, þróttleysi
ατονία στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
silpnumas, trūkumas, silpnumą, silpnumo, silpnybė
ατονία στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
vājums, vārgums, trauslums, trūkums, nespēks, vājumu, vājā
ατονία στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
слабост, слабоста, слабости, слабостите
ατονία στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
slăbiciune, slabiciune, slăbiciunea, punct slab, slabiciunea
ατονία στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
slabost, oslabelost, šibkost, šibkosti, pomanjkljivost
ατονία στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
debilita, slabosť, slabosti, asténia