Αεροναύτης στα βουλγαρικά
Μετάφραση: αεροναύτης, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
пилот, въздухоплавател, летец, аеронавт
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αεροναύτης
αεροναύτης λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, αεροναύτης στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- αερομεταφερόμενος στα βουλγαρικά - пренасян по въздуха, във въздуха, въздушнодесантна, от въздушен, Airborne
- αεροναυτίλος στα βουλγαρικά - аеронавигационно, аеронавигационни, на аеронавигационно, въздухоплаването, на аеронавигационни
- αεροπειρατεία στα βουλγαρικά - ограбиха, отвличане, отвличания, отклоняване, присвояване, отвличане на самолет
- αεροπλάνο στα βουλγαρικά - самолет, равнина, равнината, самолета
Τυχαίες λέξεις
Αεροναύτης στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: пилот, въздухоплавател, летец, аеронавт
Μεταφράσεις: пилот, въздухоплавател, летец, аеронавт