Ακτινοβολώ στα βουλγαρικά

Μετάφραση: ακτινοβολώ, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
блясък, блестящ, брокат, блясъка
Ακτινοβολώ στα βουλγαρικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ακτινοβολώ

ακτινοβολώ λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, ακτινοβολώ στα βουλγαρικά

Μεταφράσεις

  • ακτιβισμός στα βουλγαρικά - активизъм, активизма
  • ακτινοβολία στα βουλγαρικά - радиоактивност, проект, радиация, лъчеизпускане, излъчване, лъчение, лъчения, ...
  • ακτινοβόλος στα βουλγαρικά - лъчезарен, сияен, лъчист, сияещ, лъчиста
  • ακυρότητα στα βουλγαρικά - недействителност, недействителността, нищожност, тази недействителност
Τυχαίες λέξεις
Ακτινοβολώ στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: блясък, блестящ, брокат, блясъка