Βομβαρδίζω στα βουλγαρικά
Μετάφραση: βομβαρδίζω, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
бомбардирам, бомбардират, бомбардира, бомбардираме, обстрелват
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: βομβαρδίζω
βομβαρδίζω συνώνυμα, βομβαρδίζω λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, βομβαρδίζω στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- βολεύω στα βουλγαρικά - костюм, прилив, вълна, отлив, прилива, приливите и отливите
- βολικός στα βουλγαρικά - удобен, удобно, удобна, удобни, удобното
- βομβαρδισμός στα βουλγαρικά - бомбардировка, бомбардиране, бомбардиране с, бомбардировки
- βομβιστής στα βουλγαρικά - бомбардировач, Bomber
Τυχαίες λέξεις
Βομβαρδίζω στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: бомбардирам, бомбардират, бомбардира, бомбардираме, обстрелват
Μεταφράσεις: бомбардирам, бомбардират, бомбардира, бомбардираме, обстрелват