Βομβαρδίζω στα λιθουανικά

Μετάφραση: βομβαρδίζω, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
bombarduoti, bombarduoja, Ostrzelać
Βομβαρδίζω στα λιθουανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: βομβαρδίζω

βομβαρδίζω συνώνυμα, βομβαρδίζω λεξικό γλώσσας λιθουανικά, βομβαρδίζω στα λιθουανικά

Μεταφράσεις

  • βολεύω στα λιθουανικά - kostiumas, padėti įveikti, Padėti kam wybrnąć, padėti išsiversti, išsiversti, kam wybrnąć
  • βολικός στα λιθουανικά - jaukus, patogus, patogu, patogi, patogiau
  • βομβαρδισμός στα λιθουανικά - bombardavimas, Bombardment, bombardavimo, Ostrzał
  • βομβιστής στα λιθουανικά - bombonešis, Bomber, sprogdintojas
Τυχαίες λέξεις
Βομβαρδίζω στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: bombarduoti, bombarduoja, Ostrzelać