Βομβαρδίζω στα λευκορωσικά

Μετάφραση: βομβαρδίζω, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
бамбаваць, бамбардзіраваць
Βομβαρδίζω στα λευκορωσικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: βομβαρδίζω

βομβαρδίζω συνώνυμα, βομβαρδίζω λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, βομβαρδίζω στα λευκορωσικά

Μεταφράσεις

  • βολεύω στα λευκορωσικά - гарнiтур, краска, пераадольваць, пераадолець, адольваць
  • βολικός στα λευκορωσικά - зручны
  • βομβαρδισμός στα λευκορωσικά - бамбаванне, бамбардзіроўка, бамбёжка
  • βομβιστής στα λευκορωσικά - бамбавік
Τυχαίες λέξεις
Βομβαρδίζω στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: бамбаваць, бамбардзіраваць