Γλιστερός στα βουλγαρικά
Μετάφραση: γλιστερός, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
чевръст, безскрупулен, несигурен, хлъзгаво, опасен
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: γλιστερός
γλιστερός λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, γλιστερός στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- γλειφιτζούρι στα βουλγαρικά - шекерче, Lollipop, близалка, Лолипоп, близалки
- γλεντζές στα βουλγαρικά - гуляйджия, веселбар
- γλιστρώ στα βουλγαρικά - плъзгане, глисадата за кацане, на глисадата, портаменто
- γλοιώδης στα βουλγαρικά - мазен, лигава, слузеста, слузесто, лигав
Τυχαίες λέξεις
Γλιστερός στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: чевръст, безскрупулен, несигурен, хлъзгаво, опасен
Μεταφράσεις: чевръст, безскрупулен, несигурен, хлъзгаво, опасен