Γλιστερός στα ολλανδικά
Μετάφραση: γλιστερός, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
glad, glibberig, ongrijpbaar, gewiekst, slippy, gladde
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: γλιστερός
γλιστερός λεξικό γλώσσας ολλανδικά, γλιστερός στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- γλειφιτζούρι στα ολλανδικά - lolly, lollipop, lollie
- γλεντζές στα ολλανδικά - zwelger, pretmaker, zwierbol, reveler, reveller
- γλιστρώ στα ολλανδικά - uitglijden, glippen, dia, schuiven, slippen, glijden, glijvlucht, ...
- γλοιώδης στα ολλανδικά - slijmerig, slijmerige, gniepig, slijmerig sluit, glibberige
Τυχαίες λέξεις
Γλιστερός στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: glad, glibberig, ongrijpbaar, gewiekst, slippy, gladde
Μεταφράσεις: glad, glibberig, ongrijpbaar, gewiekst, slippy, gladde