Δέος στα βουλγαρικά
Μετάφραση: δέος, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
страх, страхопочитание, благоговение, внушаващ, възхищение
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: δέος
δέος ετυμολογία, δέος συνώνυμα, δέος ασοεε, δέοσ in english, δέος σημασία, δέος λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, δέος στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- δέντρο στα βουλγαρικά - дърво, дървото, дървета, елха
- δένω στα βουλγαρικά - съцветие, подпирам, грозд, бандаж, укрепявам
- δέρμα στα βουλγαρικά - кожа, кожата, на кожата, с кожата, за кожата
- δέρνω στα βουλγαρικά - шибам, бият, шиба, биете, бия с камшик
Τυχαίες λέξεις
Δέος στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: страх, страхопочитание, благоговение, внушаващ, възхищение
Μεταφράσεις: страх, страхопочитание, благоговение, внушаващ, възхищение