Λέξη: εργοδότης
Σχετικές λέξεις: εργοδότης
εργοδότης στα αγγλικά, εργοδότης δεν πληρώνει, εργοδότης ορισμός, εργοδότης σκότωσε, εργοδότης σύζυγος, ονειροκρίτης εργοδότης, εργοδότης τεχνικός ασφαλείας, εργοδότης συνώνυμα, έμμεσος εργοδότης, υπερήμερος εργοδότης
Μεταφράσεις: εργοδότης
εργοδότης στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
employer, employer shall, employer is, an employer, the employer
εργοδότης στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
empleador, patrona, patrón, empresario, patrono, empleadores
εργοδότης στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
chef, firma, arbeitgeber, Arbeitgeber, Arbeitgebers, Unternehmer
εργοδότης στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
dabe, patron, employeur, l'employeur, employeurs
εργοδότης στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
capo, datore di lavoro, datore, imprenditore, datori di lavoro, datore di
εργοδότης στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
empregado, empregador, entidade patronal, patronal, patrão, entidade empregadora
εργοδότης στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
patroon, werkgever, de werkgever, werkgevers
εργοδότης στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
предприниматель, работодатель, потребитель, съемщик, наниматель, работодателя, работодателем, работодателю
εργοδότης στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
arbeidsgiver, arbeidsgiveren, arbeidsgivers
εργοδότης στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
arbetsgivare, arbetsgivaren, arbetsgivarens, arbetsgivar, arbetsgivares
εργοδότης στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
työnantaja, toimeksiantaja, isäntä, työnantajan, työnantajalle, työnantajana, työnantajansa
εργοδότης στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
arbejdsgiver, arbejdsgiveren, arbejdsgiverens, arbejdsgivers
εργοδότης στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
zaměstnavatel, zaměstnavatele, zaměstnavatelem, zaměstnavateli
εργοδότης στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
chlebodawca, zleceniodawca, chlebodawczyni, pracodawca, pracodawcy, pracodawcą, pracodawcę, pracodawców
εργοδότης στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
munkáltató, munkaadó, munkáltatói, munkáltatónak, munkáltatója
εργοδότης στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
işveren, işverenin, işvereniniz
εργοδότης στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
наймач, працедавець, підприємець, споживач, роботодавець
εργοδότης στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
punëdhënës, punëdhënësi, punëdhënësit, punëdhënësi i, punëdhënsi
εργοδότης στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
работодател, работодателя, работодателят, на работодателя
εργοδότης στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
працадаўца, работадаўца, работадавец
εργοδότης στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
tööandja, tööandjale, tööandjat, tööandjal, tööandjate
εργοδότης στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
poslodavac, poslodavca, poslodavac je, poslodavcu
εργοδότης στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
vinnuveitandi, vinnuveitanda, vinnuveitandinn, atvinnurekandi, atvinnurekanda
εργοδότης στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
darbdavys, darbdavio, darbdaviui
εργοδότης στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
darba devējs, devējs, darba devējam, devējam, darba devēju
εργοδότης στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
работодавачот, работодавач, работодавецот, работодавец, на работодавачот
εργοδότης στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
patron, angajator, angajatorului, angajatorul, angajare
εργοδότης στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
delodajalec, delodajalca, delodajalcu
εργοδότης στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
chlebodarca, zamestnávateľ, zamestnávateľa, zamestnávateľom, zamestnavatel, zamestnávatelia
Στατιστικά δημοτικότητας: εργοδότης
Τυχαίες λέξεις