Δέος στα πορτογαλικά

Μετάφραση: δέος, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
temor, admiração, reverência, awe, incrédulo
Δέος στα πορτογαλικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: δέος

δέος ετυμολογία, δέος συνώνυμα, δέος ασοεε, δέοσ in english, δέος σημασία, δέος λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, δέος στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • δέντρο στα πορτογαλικά - arbusto, árvores, árvore, tratado, árvore de, da árvore, de árvore, ...
  • δένω στα πορτογαλικά - ligar, atar, engrossar, ligamento, densamente, nó, gordo, ...
  • δέρμα στα πορτογαλικά - desnatar, cútis, pele, da pele, a pele, de pele
  • δέρνω στα πορτογαλικά - cadência, bater, pulsar, ritmo, açoitar, flog, açoitá, ...
Τυχαίες λέξεις
Δέος στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: temor, admiração, reverência, awe, incrédulo