Ενάρετος στα βουλγαρικά
Μετάφραση: ενάρετος, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
добродетелен, добродетелна, добродетелно, добродетелни, непорочен
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ενάρετος
ενάρετος συνώνυμα, ενάρετος κύκλος, ενάρετος λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, ενάρετος στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- ενάγω στα βουλγαρικά - предаване на съд, подведе под отговорност, повдигне обвинения, повдигне обвинения срещу, повдигне обвинения на
- ενάγων στα βουλγαρικά - ищец, ищеца, ищецът, ищцата
- ενέδρα στα βουλγαρικά - засада, засадата, нападение, засади
- ενέργεια στα βουλγαρικά - действие, действия, за действие, дейност
Τυχαίες λέξεις
Ενάρετος στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: добродетелен, добродетелна, добродетелно, добродетелни, непорочен
Μεταφράσεις: добродетелен, добродетелна, добродетелно, добродетелни, непорочен