Εναλλαγή στα βουλγαρικά

Μετάφραση: εναλλαγή, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
обмен, редуване, редуването, смяна, при редуване, с редуване
Εναλλαγή στα βουλγαρικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εναλλαγή

εναλλαγή εποχών, εναλλαγή σε θέσεις εργασίας, εναλλαγή αγγλικά, εναλλαγή κωδίκων, εναλλαγή μέρας νύχτας, εναλλαγή λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, εναλλαγή στα βουλγαρικά

Μεταφράσεις

  • εναιώρημα στα βουλγαρικά - окачване, суспензия, суспендиране, прекратяване, преустановяване
  • εναλλάσσω στα βουλγαρικά - заместник, алтернативен, алтернативна, алтернативно
  • εναλλακτικός στα βουλγαρικά - гной, алтернатива, алтернативен, алтернативно, алтернативна, алтернативни
  • εναντίον στα βουλγαρικά - против, срещу, от, с, спрямо
Τυχαίες λέξεις
Εναλλαγή στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: обмен, редуване, редуването, смяна, при редуване, с редуване