Εναλλαγή στα λιθουανικά
Μετάφραση: εναλλαγή, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
kaitaliojimasis, kaitos, pakaitomis, kaita, pasikeitę
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εναλλαγή
εναλλαγή εποχών, εναλλαγή σε θέσεις εργασίας, εναλλαγή αγγλικά, εναλλαγή κωδίκων, εναλλαγή μέρας νύχτας, εναλλαγή λεξικό γλώσσας λιθουανικά, εναλλαγή στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- εναιώρημα στα λιθουανικά - pauzė, pertrauka, sustabdymas, suspensija, pakaba, sustabdymo, suspensijos
- εναλλάσσω στα λιθουανικά - atsarginis, pakaitinis, pakaitinis narys, pakaitinio, pakaitinį narį
- εναλλακτικός στα λιθουανικά - alternatyva, alternatyvus, alternatyvi, alternatyvų, alternatyvą
- εναντίον στα λιθουανικά - prieš, nuo, su, dėl, atžvilgiu
Τυχαίες λέξεις
Εναλλαγή στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: kaitaliojimasis, kaitos, pakaitomis, kaita, pasikeitę
Μεταφράσεις: kaitaliojimasis, kaitos, pakaitomis, kaita, pasikeitę