Εντατικός στα βουλγαρικά

Μετάφραση: εντατικός, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
интензивен, интензивно, интензивна, интензивното, интензивни
Εντατικός στα βουλγαρικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εντατικός

εντατικός αγγλικά, εντατικός συνωνυμο, εντατικός συνώνυμα, εντατικός ορισμός, εντατικός λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, εντατικός στα βουλγαρικά

Μεταφράσεις

  • εντατικά στα βουλγαρικά - интензивно, усилено, активно
  • εντατικοποίηση στα βουλγαρικά - интензификация, засилване, интензификацията, интензифициране, задълбочаване
  • εντείνω στα βουλγαρικά - активизира, засили, усили, засилят, се засили
  • εντελώς στα βουλγαρικά - напълно, изцяло, съвсем, пълно, напълно да
Τυχαίες λέξεις
Εντατικός στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: интензивен, интензивно, интензивна, интензивното, интензивни