Εντατικός στα σλαβομακεδονικά

Μετάφραση: εντατικός, Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
интензивна, интензивни, интензивен, интензивните, интензивно
Εντατικός στα σλαβομακεδονικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εντατικός

εντατικός αγγλικά, εντατικός συνωνυμο, εντατικός συνώνυμα, εντατικός ορισμός, εντατικός λεξικό γλώσσας σλαβομακεδονικά, εντατικός στα σλαβομακεδονικά

Μεταφράσεις

  • εντατικά στα σλαβομακεδονικά - интензивно, интензивно се, поинтензивно, интензивно да, интензивно го
  • εντατικοποίηση στα σλαβομακεδονικά - интензивирање, интензивирањето, засилување, засилувањето, интензивирање на
  • εντείνω στα σλαβομακεδονικά - интензивираат, се интензивираат, се интензивира, интензивира, интензивирање на
  • εντελώς στα σλαβομακεδονικά - целосно, сосема, во целост, комплетно, потполно
Τυχαίες λέξεις
Εντατικός στα σλαβομακεδονικά - Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις: интензивна, интензивни, интензивен, интензивните, интензивно