Επιχορηγώ στα βουλγαρικά
Μετάφραση: επιχορηγώ, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
субсидия, отстъпка, концесия, субсидира, субсидират, субсидиране, субсидиране на, се субсидира
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: επιχορηγώ
επιχορηγώ λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, επιχορηγώ στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- επιχειρώ στα βουλγαρικά - спекулация, опит, опита, опит за, опити, опитът
- επιχορήγηση στα βουλγαρικά - субсидия, субсидията, субсидии, субсидиране
- επιχρυσώνω στα βουλγαρικά - клуб, разкрасявам, позлатявам, GILD, ГИЛД, гилдията
- εποικοδομητικός στα βουλγαρικά - градивен, конструктивен, конструктивно, конструктивна, конструктивни
Τυχαίες λέξεις
Επιχορηγώ στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: субсидия, отстъпка, концесия, субсидира, субсидират, субсидиране, субсидиране на, се субсидира
Μεταφράσεις: субсидия, отстъпка, концесия, субсидира, субсидират, субсидиране, субсидиране на, се субсидира