Κάμπτω στα βουλγαρικά
Μετάφραση: κάμπτω, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
завой, огъване, на огъване, огъват, извивка
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κάμπτω
κάμπτω συνώνυμο, κάμπτω λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, κάμπτω στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- κάμπια στα βουλγαρικά - гъсеница', личинка, ларва, гъсеница, гъсеничен, гъсеница в, гъсенична верига
- κάμπος στα βουλγαρικά - равнина, обикновен, ясен, обикновена, ясно
- κάνω στα βουλγαρικά - делата, превеждам, правя, направи, направите, направя, направим
- κάπα στα βουλγαρικά - плащ, нос, Кабо, Кейп, Cape, пелерина
Τυχαίες λέξεις
Κάμπτω στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: завой, огъване, на огъване, огъват, извивка
Μεταφράσεις: завой, огъване, на огъване, огъват, извивка