Διένεξη στα αγγλικά

Μετάφραση: διένεξη, Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
dispute, conflict, conflicting, the conflict, a conflict
Διένεξη στα αγγλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Συνώνυμα & Μεταφράσεις: διένεξη

dispute
  • διαμάχη
  • διένεξη
  • φιλινικία
  • έριδα
  • συζήτηση
  • αμφισβητώ

Σχετικές λέξεις: διένεξη

διένεξη διευθύνσεων ip, διένεξη ετυμολογία, διένεξη βικιλεξικο, διένεξη ορισμός, διένεξη αντωνυμο, διένεξη λεξικό γλώσσας αγγλικά, διένεξη στα αγγλικά

Μεταφράσεις

  • διάψευση στα αγγλικά - refutation, rebuttal, denial, contradiction, defeat
  • διέγερση στα αγγλικά - excitement, stimulation, excitation, stimulating, induction, stimulation of
  • διέξοδος στα αγγλικά - outlet, vent, way out, recourse, way
  • διέπω στα αγγλικά - govern, diepo
Τυχαίες λέξεις
Διένεξη στα αγγλικά - Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά
Μεταφράσεις: dispute, conflict, conflicting, the conflict, a conflict