Κακολογώ στα βουλγαρικά

Μετάφραση: κακολογώ, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
черните, badmouth
Κακολογώ στα βουλγαρικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: κακολογώ

κακολογώ λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, κακολογώ στα βουλγαρικά

Μεταφράσεις

  • κακοήθης στα βουλγαρικά - зъл, порочен, грешен, нечестивите, нечестивия
  • κακολογία στα βουλγαρικά - клевета
  • κακομαθαίνω στα βουλγαρικά - развалям, развалят, развали, разваля, да развали
  • κακομεταχειρίζομαι στα βουλγαρικά - малтретирам, отнасям се грубо с, отнасям се грубо, придвижвам с ръце, помествам с ръце
Τυχαίες λέξεις
Κακολογώ στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: черните, badmouth