Κακολογώ στα πορτογαλικά

Μετάφραση: κακολογώ, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
calunie, denegrir, malicioso, desnaturalizar, maldizer, badmouth
Κακολογώ στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: κακολογώ

κακολογώ λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, κακολογώ στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • κακοήθης στα πορτογαλικά - perverso, malvado, ímpios, mau, ímpio
  • κακολογία στα πορτογαλικά - aspersão, aspersion, de aspersão, aspersão de, por aspersão
  • κακομαθαίνω στα πορτογαλικά - adulterar, espoliar, deteriorar, abrir, malograr, partir, estragar, ...
  • κακομεταχειρίζομαι στα πορτογαλικά - maltratar, calunie, manhandle, manipular, tratar com rudeza
Τυχαίες λέξεις
Κακολογώ στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: calunie, denegrir, malicioso, desnaturalizar, maldizer, badmouth