Κιτρινωπός στα βουλγαρικά

Μετάφραση: κιτρινωπός, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
жълтеникав, жълтеникаво, жълтеникава, жълто, жълтеникави
Κιτρινωπός στα βουλγαρικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: κιτρινωπός

κιτρινωπός λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, κιτρινωπός στα βουλγαρικά

Μεταφράσεις

  • κισσός στα βουλγαρικά - бръшлян, Ivy, Айви, Бръшляновата, с бръшлян
  • κιτρινίλα στα βουλγαρικά - низост, страхливост, жълтина, пожълтяването
  • κλάδος στα βουλγαρικά - клон, отрасъл, филиал, клона
  • κλάμα στα βουλγαρικά - квичащия, вик, вика, плача, плач, писък
Τυχαίες λέξεις
Κιτρινωπός στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: жълтеникав, жълтеникаво, жълтеникава, жълто, жълтеникави