Κιτρινωπός στα ολλανδικά

Μετάφραση: κιτρινωπός, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
geelachtig, geelachtige, gelige, geel, gelig
Κιτρινωπός στα ολλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: κιτρινωπός

κιτρινωπός λεξικό γλώσσας ολλανδικά, κιτρινωπός στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • κισσός στα ολλανδικά - klimop, ivy, de Klimop, van de klimop
  • κιτρινίλα στα ολλανδικά - geelheid, vergelingsindex, de geelheid, gele kleur, yellowness
  • κλάδος στα ολλανδικά - aftakking, depot, tak, filiaal, afdeling, bijkantoor, branche
  • κλάμα στα ολλανδικά - schreeuw, kreet, huilen, geroep, roep
Τυχαίες λέξεις
Κιτρινωπός στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: geelachtig, geelachtige, gelige, geel, gelig