Πλημμυρίζω στα βουλγαρικά
Μετάφραση: πλημμυρίζω, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
наводнение, потоп, наводнения, от наводнения, на наводненията
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: πλημμυρίζω
πλημμυρίζω in english, πλημμυρίζω αγγλικα, πλημμυρίζω μετάφραση, πλημμυρίζω το ταμπλό παιχνίδι, πλημμυρίζω συνώνυμα, πλημμυρίζω λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, πλημμυρίζω στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- πληκτικός στα βουλγαρικά - скучния, безинтересен, безинтересно, безинтересна, скучен, безинтересни
- πληκτρολόγιο στα βουλγαρικά - клавиатура, клавиатурата, на клавиатурата
- πλημμύρα στα βουλγαρικά - лавина, срутване, наводнение, потоп, наводнения, от наводнения, на наводненията
- πλημμύρες στα βουλγαρικά - наводнение, наводняване, наводнения, наводненията, заливане
Τυχαίες λέξεις
Πλημμυρίζω στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: наводнение, потоп, наводнения, от наводнения, на наводненията
Μεταφράσεις: наводнение, потоп, наводнения, от наводнения, на наводненията