Λέξη: γραφικός

Σχετικές λέξεις: γραφικός

γραφικός λεξικό, γραφικός χαρακτήρας προσωπικότητα, γραφικός άνθρωπος, γραφικός χαρακτήρας, γραφικός χαρακτήρας ψυχολογία, γραφικός ορισμός, γραφικός στα αγγλικά, γραφικός συνώνυμα, γραφικός συνώνυμο

Συνώνυμα: γραφικός

κληρικός, ιερατικός, υπαλληλικός, παραστατικός, γεμάτος χρώμα, έντονος, άγιας γραφής, βιβλικός, βίβλου

Μεταφράσεις: γραφικός

γραφικός στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
quaint, picturesque, colourful, graphic, graphical, colorful, scenic

γραφικός στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
pintoresco, gráfico, gráfica, gráfico de, gráficos, gráficas

γραφικός στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
pittoresk, originell, malerisch, farbenfroh, anheimelnd, bunt, wunderlich, Grafik, grafische, grafischen, graphische

γραφικός στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
pittoresque, multicolore, truculent, singulier, bizarre, coloré, particulier, diapré, intéressant, étrange, extraordinaire, curieux, drôle, bariolé, graphique, graphiques, graphic, Un graphique, graphique a

γραφικός στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
pittoresco, grafico, grafica, grafico è, graphic, grafiche

γραφικός στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
pitoresco, gráfico, ilustração, faz, gráfica, arte gráfica

γραφικός στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
schilderachtig, vreemdsoortig, vreemd, typisch, eigenaardig, curieus, grafisch, grafische, afbeelding, grafiek, graphic

γραφικός στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
красочный, приятный, картинный, живописный, образный, цветистый, располагающий, яркий, эксцентричный, заманчивый, причудливый, привлекательный, изобретательный, графический, графика, графического, графическое, графическая

γραφικός στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
underlig, eiendommelig, grafisk, grafikk, grafiske, grafikken

γραφικός στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
pittoresk, egen, grafisk, grafiskt, grafiska, grafik

γραφικός στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kirjava, viehättävä, kummallinen, värikäs, erikoinen, graafinen, graafisen, graphic, graafisia, graafista

γραφικός στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
grafisk, grafiske, grafik, grafikken

γραφικός στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
malebný, podivný, pestrý, zvláštní, pitoreskní, poutavý, barvitý, kuriózní, grafický, grafické, kreslený, grafika, grafiky

γραφικός στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
unikalny, pstry, ciekawy, kolorowy, malowniczy, niezwykły, dziwny, fantastyczny, barwny, różnorodny, ekscentryczny, osobliwy, graficzny, grafiki, graficzne, grafika, graficznego

γραφικός στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
érdekes, régies, színes, grafikus, képe, képe A, grafikai, grafika

γραφικός στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
acayip, grafik, grafikler, Grafiklerdeki, grafiği

γραφικός στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
яскравий, мальовничий, барвистий, перепели, картинний, колоритний, графічний

γραφικός στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
grafik, grafike, Graphic, me bojë, Grafikoni

γραφικός στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
графичен, на графичен, графика, графичния, графична

γραφικός στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
графічны, графічным

γραφικός στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
värvikas, omapärane, kummastav, maaliline, pitoreskne, graafiline, graafilise, graphic, graafika, graafilised

γραφικός στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
živ, slikovitog, kolorističan, čudan, slikovit, pitoreskno, zabavan, kitnjast, grafički, Grafička, Graphic, grafičko, grafičke

γραφικός στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
grafískur, Grafísk, grafík, mynd, grafískri

γραφικός στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
mirus

γραφικός στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
grafinis, grafikos, grafika, grafinio, menas

γραφικός στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
grafisks, grafiskais, grafikas, grafika, grafiskā

γραφικός στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
графички, графичката, графичка, графичкиот, графика

γραφικός στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
pitoresc, grafic, Graphic, grafică, grafica, grafice

γραφικός στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
grafični, grafična, grafično, grafika, grafične

γραφικός στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
podivný, malebný, pitoreskní, pestrý, grafický, grafického
Τυχαίες λέξεις