Προνοητικός στα βουλγαρικά
Μετάφραση: προνοητικός, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
далекоглед, далновидно, далновиден, далновидна, предвидлив
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: προνοητικός
προνοητικός συνώνυμα, προνοητικός συνώνυμο, προνοητικός λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, προνοητικός στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- προμηθεύομαι στα βουλγαρικά - promithefomai
- προμηθεύω στα βουλγαρικά - доставям, разпространявам, доставчик съм, снабдявам
- προνοητικότητα στα βουλγαρικά - предвидливост, прогнозиране, далновидност, прогнози, предвиждане
- προνοώ στα βουλγαρικά - гледам напред, гледаме напред, погледнем напред, гледа напред, поглед напред
Τυχαίες λέξεις
Προνοητικός στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: далекоглед, далновидно, далновиден, далновидна, предвидлив
Μεταφράσεις: далекоглед, далновидно, далновиден, далновидна, предвидлив