Προνοητικός στα ιταλικά
Μετάφραση: προνοητικός, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
presbite, ipermetrope, lungimirante, lungimiranti, lungimiranza
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: προνοητικός
προνοητικός συνώνυμα, προνοητικός συνώνυμο, προνοητικός λεξικό γλώσσας ιταλικά, προνοητικός στα ιταλικά
Μεταφράσεις
- προμηθεύομαι στα ιταλικά - ottenere, conseguire, ricevere, promithefomai
- προμηθεύω στα ιταλικά - fornire, procurare, provvedere, purvey
- προνοητικότητα στα ιταλικά - previdenza, previsione, lungimiranza, preveggenza, prospettiva
- προνοώ στα ιταλικά - fornire, provvedere, procurare, guardare avanti, guardare al futuro, guardare in avanti, guardare oltre
Τυχαίες λέξεις
Προνοητικός στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: presbite, ipermetrope, lungimirante, lungimiranti, lungimiranza
Μεταφράσεις: presbite, ipermetrope, lungimirante, lungimiranti, lungimiranza