Συνέταιρος στα βουλγαρικά
Μετάφραση: συνέταιρος, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
партньор, съдружник, партньора, партньори
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: συνέταιρος
συνέταιρος ή συνεταίρος, ζητείται συνέταιρος, συνέταιρος λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, συνέταιρος στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- συνέπεια στα βουλγαρικά - следствие, ефект, довлечения, последствие, съгласуваност, последователност, консистенция, ...
- συνέργεια στα βουλγαρικά - синергия, взаимодействие, взаимодействието, синергизъм, полезно взаимодействие
- συνέχεια στα βουλγαρικά - непрекъснатост, приемственост, непрекъснатостта, приемствеността, непрекъснатост на
- συνήγορος στα βουλγαρικά - адвокат, съвет, посъветвам, съветник, защитник
Τυχαίες λέξεις
Συνέταιρος στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: партньор, съдружник, партньора, партньори
Μεταφράσεις: партньор, съдружник, партньора, партньори