Συνδυάζω στα βουλγαρικά
Μετάφραση: συνδυάζω, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
синдикат, комбайн, комбинирам, комбинирате, комбинират, съчетават
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: συνδυάζω
συνδυάζω συνώνυμο, συνδυάζω χρωματα, συνδυάζω english, συνδυάζω μετάφραση, συνδυάζω ή συνδυάζω, συνδυάζω λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, συνδυάζω στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- συνδρομή στα βουλγαρικά - абонамент, абонамента, абонаментна, абонаментен, абониране
- συνδρομητής στα βουλγαρικά - абонат, абоната, абонатната, абонатна, на абоната
- συνδυασμός στα βουλγαρικά - съчетание, комбинация, комбинацията, комбинирана, комбинация от
- συνείδηση στα βουλγαρικά - съзнание, съзнанието, в съзнание
Τυχαίες λέξεις
Συνδυάζω στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: синдикат, комбайн, комбинирам, комбинирате, комбинират, съчетават
Μεταφράσεις: синдикат, комбайн, комбинирам, комбинирате, комбинират, съчетават