Φημισμένος στα βουλγαρικά
Μετάφραση: φημισμένος, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
известен, прочут, известния, известната, известният
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: φημισμένος
φημισμένος συνώνυμο, φημισμένος κόκορας, φημισμένος συνώνυμα, φημισμένος λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, φημισμένος στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- φευγαλέος στα βουλγαρικά - уклончивия, краткотраен, мимолетен, мимолетно, мимолетни, мимолетна
- φεύγω στα βουλγαρικά - оставям, напусне, оставите, напуснат, оставят
- φημολογία στα βουλγαρικά - слух, слухове, Слуховете, Rumours
- φθάνω στα βουλγαρικά - пристигнат, пристигнете, пристигне, пристигат, стигне
Τυχαίες λέξεις
Φημισμένος στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: известен, прочут, известния, известната, известният
Μεταφράσεις: известен, прочут, известния, известната, известният