Φημισμένος στα δανικά
Μετάφραση: φημισμένος, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
berømt, berømte, kendt, kendte
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: φημισμένος
φημισμένος συνώνυμο, φημισμένος κόκορας, φημισμένος συνώνυμα, φημισμένος λεξικό γλώσσας δανικά, φημισμένος στα δανικά
Μεταφράσεις
- φευγαλέος στα δανικά - flygtig, flygtige, flygtigt, stikord, forbigående
- φεύγω στα δανικά - tilladelse, afgå, løslade, forlade, forlader, efterlade, lade, ...
- φημολογία στα δανικά - Rygter, Rumours, Rygterne, rygter om, Rygtet
- φθάνω στα δανικά - ankomme, ankommer, nå frem, kommer, nå
Τυχαίες λέξεις
Φημισμένος στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: berømt, berømte, kendt, kendte
Μεταφράσεις: berømt, berømte, kendt, kendte