Φημισμένος στα ουκρανικά
Μετάφραση: φημισμένος, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
популярність, слава, відомий
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: φημισμένος
φημισμένος συνώνυμο, φημισμένος κόκορας, φημισμένος συνώνυμα, φημισμένος λεξικό γλώσσας ουκρανικά, φημισμένος στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- φευγαλέος στα ουκρανικά - невловимий, швидкоплинний, скороминущий, хвилинний, швидкоплинні, побіжний
- φεύγω στα ουκρανικά - твердий, шкіроподібний, жорсткий, залишати, лишати
- φημολογία στα ουκρανικά - чутка, чутки, слухи
- φθάνω στα ουκρανικά - прибувати, наступати, приїжджати, приїхати, прибути
Τυχαίες λέξεις
Φημισμένος στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: популярність, слава, відомий
Μεταφράσεις: популярність, слава, відомий