Aushebung στα ελληνικά

Μετάφραση: aushebung, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
στρατολογία, στρατολόγηση, πρόσληψη, πρόσληψης, προσλήψεων, προσλήψεις
Aushebung στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • aushang στα ελληνικά - απόσπαση, απόσπασης, αποστολής, την απόσπαση, αποσπάσεως
  • ausheckend στα ελληνικά - επινοώντας, concocting, κατασκευάζοντας, παρασκευάζει
  • aushilfe στα ελληνικά - βοήθεια, αρωγή, βοηθός, επικουρία
Τυχαίες λέξεις
Aushebung στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: στρατολογία, στρατολόγηση, πρόσληψη, πρόσληψης, προσλήψεων, προσλήψεις