Αγκιστρώνω στα δανικά

Μετάφραση: αγκιστρώνω, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
knage, hægte, medekrog, forankret, forankrede, forankres, anker, anchored
Αγκιστρώνω στα δανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αγκιστρώνω

αγκιστρώνω λεξικό γλώσσας δανικά, αγκιστρώνω στα δανικά

Μεταφράσεις

  • αγκαλιάζω στα δανικά - omfavne, cuddle, kæle, kram, knus
  • αγκινάρα στα δανικά - artiskok, artiskokker, artichoke, jordskokbrændevin
  • αγκομαχώ στα δανικά - skrubber, rødspætter, flyndere, ising
  • αγκύλη στα δανικά - beslag, beslaget, konsol, konsollen, holder
Τυχαίες λέξεις
Αγκιστρώνω στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: knage, hægte, medekrog, forankret, forankrede, forankres, anker, anchored