Αμέλεια στα δανικά

Μετάφραση: αμέλεια, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
forsømme, uagtsomhed, forsømmelighed, forsømmelse, forsømmelser, uagtsomt
Αμέλεια στα δανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αμέλεια

αμέλεια ποινικό, αμέλεια αναστασάκη, αμέλεια συνώνυμα, αμέλεια αγγλικα, αμέλεια ανηλίκου, αμέλεια λεξικό γλώσσας δανικά, αμέλεια στα δανικά

Μεταφράσεις

  • αμάραντος στα δανικά - amarant, Amaranth, af amaranth, af amaranth gælde
  • αμέθυστος στα δανικά - ametyst, amethyst
  • αμέριμνος στα δανικά - muntre, munter, sorgløs, let om hjertet, muntert
  • αμέσως στα δανικά - nu, straks, øjeblikkeligt, umiddelbart, omgående, samme
Τυχαίες λέξεις
Αμέλεια στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: forsømme, uagtsomhed, forsømmelighed, forsømmelse, forsømmelser, uagtsomt