Αμέλεια στα πορτογαλικά
Μετάφραση: αμέλεια, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
descuidar, negativamente, negligência, negligências, de negligência, a negligência, culpa
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αμέλεια
αμέλεια ποινικό, αμέλεια αναστασάκη, αμέλεια συνώνυμα, αμέλεια αγγλικα, αμέλεια ανηλίκου, αμέλεια λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, αμέλεια στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- αμάραντος στα πορτογαλικά - amaranto, amaranth, de amaranto, o amaranto, amarante
- αμέθυστος στα πορτογαλικά - ametista, Amethyst, de ametista, A ametista, ametistas
- αμέριμνος στα πορτογαλικά - despreocupado, alegre, despreocupada
- αμέσως στα πορτογαλικά - imediato, directamente, imediatamente, de imediato, logo, imediata
Τυχαίες λέξεις
Αμέλεια στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: descuidar, negativamente, negligência, negligências, de negligência, a negligência, culpa
Μεταφράσεις: descuidar, negativamente, negligência, negligências, de negligência, a negligência, culpa