Λέξη: λαξεύω

Σχετικές λέξεις: λαξεύω

λαξεύω αγγλικά, λαξεύω συνωνυμα, λαξεύω ετυμολογια

Συνώνυμα: λαξεύω

πελεκώ, κυνηγώ, διώκω, τρέχω από πίσω, καταδιώκω, σκαλίζω, σμιλεύω, απατώ

Μεταφράσεις: λαξεύω

λαξεύω στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
chisel, sculpt, carve, hew, chase

λαξεύω στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
cincelar, escoplo, entallar, cincel, formón, cortar, labrar, Hew, desbaste, Cortad, fisíca

λαξεύω στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
beitel, zerlegen, meißel, betrügen, stemmeisen, schnitzen, hauen, HEW, behauen, hauen sie, zerstückeln

λαξεύω στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
buriner, découper, couper, ciseler, sculpter, graver, ciseau, fouiller, burin, tailler, poinçon, bêcher, labourer, hacher, HEW, bûcher, creuser

λαξεύω στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
scolpire, tagliare, HEW, sbozzare, sgrossare

λαξεύω στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
cinzel, cortar, decepar, HEW, desbasta, desbastam

λαξεύω στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
uithouwen, beeldhouwen, beitel, uithakken, beitelen, houwen, HEW, houw, van HEW

λαξεύω στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
пуансон, делить, долото, выпиливать, резать, ваять, резчик, стамеска, дробить, вырезать, высечь, зубило, чекан, резец, гравировать, изваять, рубить, HEW, Матфея

λαξεύω στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
snitte, meisel, hew, hugge, hogge, HEW på

λαξεύω στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
skära, mejsel, HEW, hugga

λαξεύω στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
hakata, vuolla, leikata, veistää, petkuttaa, kaivertaa, uurtaa, taltta, HEW

λαξεύω στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
mejsel, HEW, hugge

λαξεύω στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
rydlo, vyřezat, krájet, sekat, rýč, nakrájet, sekáč, rýt, vytesat, dláto, rozkrájet, vyřezávat, tít, tesat, Hew

λαξεύω στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
ścinak, ryć, rozcinacz, wyciosać, rąbać, wyrzeźbić, dłutować, wydrapywać, wycyzelować, krajać, dzielić, oszwabić, rzeźbić, rylec, przecinak, dłuto, rozgromić, wrębiać, ciąć, ciosać

λαξεύω στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
farag, vág, Hew, vagdal

λαξεύω στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
keski, oymak, yontmak, HEW, keser, balta ile kesmek

λαξεύω στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
дробити, вирізувати, вирізьбити, рубати, рубатимуть

λαξεύω στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
skalit, pres, trashë, latoj, hap rrugë me shpatë, përmbahem

λαξεύω στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
скулптура, резец, сека, одялвам, отсичам, повалям, Отсечете

λαξεύω στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
секчы, сячы, рубіць

λαξεύω στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
peitel, nikerdama, uuristama, vormima, taguma, Hew, Veistää, peaprokuröri abi Hew, abi Hew

λαξεύω στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
rezbariti, sječivo, klesanje, dlijeto, izrezbariti, gravirati, sjeći, cijepati, klesati, hew, otesati

λαξεύω στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
höggva, HEW, höggva til

λαξεύω στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
skaptas, kaltas, tašyti, kapoti, Ciosać, ištašyti, atkirsti

λαξεύω στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
kalts, tēst, Hew, cirst

λαξεύω στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
hew

λαξεύω στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
tăia, Hew, Tăiați, toca, cioplește

λαξεύω στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
kraje, tesat, Sedi, Cijepati, HEW

λαξεύω στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
dláto, vytesať, tít, štít
Τυχαίες λέξεις