Αμοιβή στα δανικά

Μετάφραση: αμοιβή, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
belønning, belønne, dusør, vederlag, aflønning, løn, godtgørelse, betaling
Αμοιβή στα δανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αμοιβή

αμοιβή πραγματογνώμονα, αμοιβή δικηγόρου, αμοιβή συμβολαιογράφου 2014, αμοιβή μηχανικού, αμοιβή δικηγόρου για σύνταξη ιδιωτικού συμφωνητικού, αμοιβή λεξικό γλώσσας δανικά, αμοιβή στα δανικά

Μεταφράσεις

  • αμνηστία στα δανικά - amnesti, Amnesty, om amnesti, amnestien
  • αμοιβάδα στα δανικά - amøbe, amøber, amøben, sig amøbe
  • αμοιβαίος στα δανικά - fælles, gensidig, gensidige, den gensidige, indbyrdes
  • αμπάρι στα δανικά - bevare, holde, få, hold, holder, afholde, at holde
Τυχαίες λέξεις
Αμοιβή στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: belønning, belønne, dusør, vederlag, aflønning, løn, godtgørelse, betaling