Αναλογία στα δανικά

Μετάφραση: αναλογία, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
forholdet, forhold, forholdet mellem, forhold mellem
Αναλογία στα δανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αναλογία

αναλογία ευρώ δραχμής, αναλογία ζάχαρης στέβια, αναλογία δώρου χριστουγέννων, αναλογία νερού με κριθαράκι, αναλογία λίτρου κιλού, αναλογία λεξικό γλώσσας δανικά, αναλογία στα δανικά

Μεταφράσεις

  • αναληθής στα δανικά - falsk, usandt, usande, usand, forkert, sandt
  • αναλλοίωτος στα δανικά - uforanderlige, uforanderlig, ufravigelige, uforanderligt, modificerbar
  • αναλυτής στα δανικά - analytiker, analytikeren, analytikermøde, er analytiker
  • αναλυτικός στα δανικά - analytisk, analytiske, analysemetode, analyse, analysekvalitet
Τυχαίες λέξεις
Αναλογία στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: forholdet, forhold, forholdet mellem, forhold mellem