Ανασφαλής στα δανικά
Μετάφραση: ανασφαλής, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
usikker, usikre, usikkert, utilstrækkeligt fastgjort, utryg
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ανασφαλής
ανασφαλής σύντροφος, ανασφαλής γυναίκα, ανασφαλής άντρας, ανασφαλής άνθρωπος, ανασφαλής προσκόλληση, ανασφαλής λεξικό γλώσσας δανικά, ανασφαλής στα δανικά
Μεταφράσεις
- αναστροφή στα δανικά - inversion, invertering, vende, omvending, at vende
- ανασυγκρότηση στα δανικά - genopbygning, rekonstruktion, genopbygningen, rekonstruktionen, ombygning
- ανασχηματισμός στα δανικά - rokade, rokaden, omfordeling, omdannelse, omrokering
- ανατέλλω στα δανικά - stige, anatello
Τυχαίες λέξεις
Ανασφαλής στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: usikker, usikre, usikkert, utilstrækkeligt fastgjort, utryg
Μεταφράσεις: usikker, usikre, usikkert, utilstrækkeligt fastgjort, utryg