Ανασφαλής στα πορτογαλικά
Μετάφραση: ανασφαλής, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
inseguro, insegura, inseguros, insegurança, inseguras
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ανασφαλής
ανασφαλής σύντροφος, ανασφαλής γυναίκα, ανασφαλής άντρας, ανασφαλής άνθρωπος, ανασφαλής προσκόλληση, ανασφαλής λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, ανασφαλής στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- αναστροφή στα πορτογαλικά - inversão, de inversão, inversão de, a inversão, inversion
- ανασυγκρότηση στα πορτογαλικά - reconstrução, de reconstrução, a reconstrução, reconstrução do, reconstrução de
- ανασχηματισμός στα πορτογαλικά - reforma, reflexão, remodelação, remodelação do, reorganização, a remodelação, remodelação da
- ανατέλλω στα πορτογαλικά - amadurecer, alvorecer, ascensão, encher, erguer-se, aumentar, levantar, ...
Τυχαίες λέξεις
Ανασφαλής στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: inseguro, insegura, inseguros, insegurança, inseguras
Μεταφράσεις: inseguro, insegura, inseguros, insegurança, inseguras