Ανασφαλής στα ολλανδικά

Μετάφραση: ανασφαλής, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
onzeker, onveilig, onzekere, onveilige, zit los
Ανασφαλής στα ολλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ανασφαλής

ανασφαλής σύντροφος, ανασφαλής γυναίκα, ανασφαλής άντρας, ανασφαλής άνθρωπος, ανασφαλής προσκόλληση, ανασφαλής λεξικό γλώσσας ολλανδικά, ανασφαλής στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • αναστροφή στα ολλανδικά - inversie, omkering, omkeren, omzetting
  • ανασυγκρότηση στα ολλανδικά - wederopbouw, reconstructie, de wederopbouw, heropbouw, wederopbouw van
  • ανασχηματισμός στα ολλανδικά - reformeren, hervormen, herschikking, herschikken, herschikking van, reshuffle
  • ανατέλλω στα ολλανδικά - beklimming, stijging, opstaan, opslag, anatello
Τυχαίες λέξεις
Ανασφαλής στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: onzeker, onveilig, onzekere, onveilige, zit los