Ανεμιστήρας στα δανικά
Μετάφραση: ανεμιστήρας, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
ventilator, fan, fan af, ventilatoren, blæser
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ανεμιστήρας
ανεμιστήρας εξαερισμού, ανεμιστήρας 12v για το αυτοκίνητο, ανεμιστήρας οροφής primo, ανεμιστήρας χωρίς πτερύγια, ανεμιστήρας μπάνιου, ανεμιστήρας λεξικό γλώσσας δανικά, ανεμιστήρας στα δανικά
Μεταφράσεις
- ανεκτός στα δανικά - tolerabel, tolerable, tolerabelt, tåleligt, tolereres
- ανελέητος στα δανικά - nådesløs, ufleksibel, nådesløse, ubarmhjertige, utilgivende
- ανεμοδαρμένος στα δανικά - mørk, kold, forblæste, forblæst, vindomsuste, vindblæste, vindblæst
- ανεμοδείκτης στα δανικά - vinge, vingen, vane, spiralregulatoren, ledeskovl
Τυχαίες λέξεις
Ανεμιστήρας στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: ventilator, fan, fan af, ventilatoren, blæser
Μεταφράσεις: ventilator, fan, fan af, ventilatoren, blæser