Αντιπαθητικός στα δανικά

Μετάφραση: αντιπαθητικός, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
unprepossessing, tarvelige
Αντιπαθητικός στα δανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αντιπαθητικός

αντιπαθητικόσ και δυσάρεστοσ άνθρωποσ, αντιπαθητικός συνώνυμο, αντιπαθητικός λεξικό γλώσσας δανικά, αντιπαθητικός στα δανικά

Μεταφράσεις

  • αντιμετώπιση στα δανικά - konfrontation, konfrontationen, konfrontationer, opgør
  • αντιπάθεια στα δανικά - aversion, modvilje, ubehag, antipati, uvilje, Antipathi, antipatien
  • αντιπαθώ στα δανικά - modvilje, afskyr, hader, afsky, hade
  • αντιπαράθεση στα δανικά - konkurrence, strid, sammenstilling, sidestilling, sammenstillingen, sidestillingen
Τυχαίες λέξεις
Αντιπαθητικός στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: unprepossessing, tarvelige