Αντιπαθητικός στα πορτογαλικά

Μετάφραση: αντιπαθητικός, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
desinteressante, unprepossessing, pouco atraente, despretensiosa, antipático
Αντιπαθητικός στα πορτογαλικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αντιπαθητικός

αντιπαθητικόσ και δυσάρεστοσ άνθρωποσ, αντιπαθητικός συνώνυμο, αντιπαθητικός λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, αντιπαθητικός στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • αντιμετώπιση στα πορτογαλικά - confronto, confrontação, enfrentamento, confrontos, o confronto
  • αντιπάθεια στα πορτογαλικά - malquerer, desagrado, disco, antipatia, a antipatia, aversão, antipathy, ...
  • αντιπαθώ στα πορτογαλικά - disco, malquerer, desagrado, detestar, detesto, detestam, detesta, ...
  • αντιπαράθεση στα πορτογαλικά - contestar, certame, concorrência, concurso, justaposição, sobreposição, a justaposição
Τυχαίες λέξεις
Αντιπαθητικός στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: desinteressante, unprepossessing, pouco atraente, despretensiosa, antipático